- ευθυπορώ
- (ε) αμετ. идти, двигаться по прямой, прямо, напрямик
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ευθυπορώ — (ΑΜ εὐθυπορῶ, έω) [ευθύπορος] πορεύομαι σε ευθεία γραμμή, προχωρώ ίσια στον δρόμο («ἀπεῑργον εὐθυπορεῑν πρὸς τὴν σύμμαχον Κατάνην», Διόδ.) αρχ. μσν. 1. ζω ενάρετη ζωή αρχ. (για τη λειτουργία τής θρέψης) προχωρώ ομαλά, φυσιολογικά («εὐθυπορούσης… … Dictionary of Greek
εὐθυπόρῳ — εὐθύπορος going straight masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)